- αειβλαστής
- ἀειβλαστής, -ές (Α)αυτός που πάντοτε βλαστάνει, θάλλει, ο αειθαλής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + βλαστάνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀειβλαστές — ἀειβλαστής ever budding masc/fem voc sg ἀειβλαστής ever budding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αείβλαστος — ἀείβλαστος, ον (Μ) ο αειβλαστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμός τού αρχαίου επιθ. ἀειβλαστής] … Dictionary of Greek